δίκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δίκη | οι | δίκες |
γενική | της | δίκης | των | δικών |
αιτιατική | τη | δίκη | τις | δίκες |
κλητική | δίκη | δίκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δίκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyḱ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίκη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίκη
Πηγές
επεξεργασία- δίκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δῐκᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | δίκη | αἱ | δίκαι | |
γενική | τῆς | δίκης | τῶν | δικῶν | |
δοτική | τῇ | δίκῃ | ταῖς | δίκαις | |
αιτιατική | τὴν | δίκην | τὰς | δίκᾱς | |
κλητική ὦ! | δίκη | δίκαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δίκᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δίκαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίκη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίκη θηλυκό
- απόφαση, καταδίκη, το δίκαιο
- (νομικός όρος)
- δίνω ικανοποίηση για έγκλημα
- δίκη (για ιδιωτικό έγκλημα)
- → δείτε τη λέξη γραφή (για δημόσιο έγκλημα)
- → δείτε και τη λέξη Δίκη
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἀπροστασίου δίκη
- φεύγω δίκην: είμαι κατηγορούμενος σε κάποια δίκη
- διώκω δίκην: είμαι κατήγορος σε μια δίκη
- δίκην δίδωμι (ὐπό τινος): τιμωρούμαι από κάποιον
- δίκην λαμβάνω (παρά τινος): τιμωρώ κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δίκη - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δίκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.