δίκη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δίκη | οι | δίκες |
γενική | της | δίκης | των | δικών |
αιτιατική | τη | δίκη | τις | δίκες |
κλητική | δίκη | δίκες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δίκη < αρχαία ελληνική δίκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyḱ-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δίκη θηλυκό