• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

δίκη

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : δική

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίκη οι δίκες
      γενική της δίκης των δικών
    αιτιατική τη δίκη τις δίκες
     κλητική δίκη δίκες
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δίκη < αρχαία ελληνική δίκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyḱ-

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δίκη θηλυκό

  • δικαστική διαδικασία, εκδίκαση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    δίκη
  • αγγλικά : trial (en)
  • βουλγαρικά : дело (bg)
  • γαλλικά : procès (fr)
  • ισπανικά : juicio (es)
  • ιταλικά : causa (it)
  • ουγγρικά : per (hu)
  • πολωνικά : sąd (pl)
  • πορτογαλικά : pleito (pt)
  • ρουμανικά : judecată (ro)
  • ρωσικά : суд (ru)
  • σερβικά : суђење (sr)
  • σουηδικά : mål (sv)
  • τσεχικά : soudní (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δίκη&oldid=4871164"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Οκτωβρίου 2020, στις 02:13

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Οκτωβρίου 2020, στις 02:13.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie