trial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trial | trials |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtrial (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) η δίκη, επίσημη διαδικασία που γίνεται στο δικαστήριο, με σκοπό την απονομή της δικαιοσύνης
- ⮡ Every defendant has the right to a fair trial.
- Κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
- ⮡ The trial was postponed to next week.
- Η δίκη αναβλήθηκε για την επόμενη εβδομάδα.
- ⮡ The trial for the criminal case will start soon.
- Η δίκη για την ποινική υπόθεση θα ξεκινήσει σύντομα.
- ⮡ The trial generated a lot of interest from the media.
- Η δίκη προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στα μέσα ενημέρωσης.
- ⮡ It was a mock trial and it had no legal force.
- Ήταν μια εικονική δίκη και δεν είχε νομική ισχύ.
- ⮡ Every defendant has the right to a fair trial.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δοκιμή, η διαδικασία του να δοκιμάζω την ικανότητα, την ποιότητα ή την απόδοση κάποιου ή κάτι, ειδικά πριν πάρω μια τελική απόφαση σχετικά με αυτό
- ⮡ We need to do a trial before we use it.
- Πρέπει να κάνουμε μια δοκιμή πριν το χρησιμοποιήσουμε.
- ⮡ The engine performed well in the trials.
- Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
- ⮡ We need to do a trial before we use it.
- η δοκιμασία, εμπειρία ή πρόσωπο που προκαλεί δυσκολίες σε κάποιον
- ⮡ Life has many trials.
- Η ζωή έχει πολλές δοκιμασίες.
- ⮡ Life has many trials.