ενικός         πληθυντικός  
trial trials

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

trial (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) η δίκη, επίσημη διαδικασία που γίνεται στο δικαστήριο, με σκοπό την απονομή της δικαιοσύνης
    ⮡  Every defendant has the right to a fair trial.
    Κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
    ⮡  The trial was postponed to next week.
    Η δίκη αναβλήθηκε για την επόμενη εβδομάδα.
    ⮡  The trial for the criminal case will start soon.
    Η δίκη για την ποινική υπόθεση θα ξεκινήσει σύντομα.
    ⮡  The trial generated a lot of interest from the media.
    Η δίκη προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στα μέσα ενημέρωσης.
    ⮡  It was a mock trial and it had no legal force.
    Ήταν μια εικονική δίκη και δεν είχε νομική ισχύ.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δοκιμή, η διαδικασία του να δοκιμάζω την ικανότητα, την ποιότητα ή την απόδοση κάποιου ή κάτι, ειδικά πριν πάρω μια τελική απόφαση σχετικά με αυτό
    ⮡  We need to do a trial before we use it.
    Πρέπει να κάνουμε μια δοκιμή πριν το χρησιμοποιήσουμε.
    ⮡  The engine performed well in the trials.
    Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
  3. η δοκιμασία, εμπειρία ή πρόσωπο που προκαλεί δυσκολίες σε κάποιον
    ⮡  Life has many trials.
    Η ζωή έχει πολλές δοκιμασίες.