Δείτε επίσης: δοκίμι, δόκιμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοκιμή οι δοκιμές
      γενική της δοκιμής των δοκιμών
    αιτιατική τη δοκιμή τις δοκιμές
     κλητική δοκιμή δοκιμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοκιμή < ελληνιστική κοινή δοκιμή < αρχαία ελληνική δόκιμος < δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱ-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðo.ciˈmi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δοκιμή θηλυκό

  1. η απόπειρα, η προσπάθεια
  2. ο έλεγχος της καλής λειτουργίας ενός συστήματος
  3. το δοκίμιο
    οι "Δοκιμές" του Γ. Σεφέρη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία