έλεγχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έλεγχος | οι | έλεγχοι |
γενική | του | ελέγχου & έλεγχου |
των | ελέγχων |
αιτιατική | τον | έλεγχο | τους | ελέγχους |
κλητική | έλεγχε | έλεγχοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έλεγχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔλεγχος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contrôle[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.leŋ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐λεγ‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέλεγχος αρσενικό
- η ενέργεια του ελέγχω
- η λεπτομερής εξέταση προκειμένου να βρεθούν λάθη, παραλείψεις, παρατυπίες κλπ
- ⮡ μπήκε στο λεωφορείο ο ελεγκτής και έκανε έλεγχο στα εισιτήριά μας
- ο περιορισμός των διαστάσεων ή των συνεπειών ενός ανεπιθύμητου ή καταστροφικού φαινομένου στα επιθυμητά ή ανεκτά επίπεδα
- ⮡ οι πυροσβέστες έθεσαν υπό έλεγχο την πυρκαγιά
- η συγκράτηση, η πειθάρχηση
- ⮡ είναι καλό να διατηρούμε τον έλεγχο στις αντιδράσεις μας
- το να κατευθύνω και να καθορίζω τη λειτουργία μιας μηχανής, ενός οχήματος κλπ
- ⮡ ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου λόγω υπερβολικής ταχύτητας
- η κυριαρχία σε έναν τόπο
- ⮡ μετά την ήττα τους έχασαν τον έλεγχο των Στενών του Ελλησπόντου
- η αξιολόγηση και η κρίση
- ⮡ μετά τη δημοσιογραφική έρευνα πρέπει να ακολουθεί ο έλεγχος των πληροφοριών
- η αποδοκιμασία, η επίπληξη ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης
- ⮡ μετά την άδικη πράξη ακολουθεί ο έλεγχος από τη συνείδησή μας
- (στο σχολείο) το έγγραφο με την προφορική βαθμολογία ενός μαθητή που δίνεται στον κηδεμόνα στο τέλος κάθε τριμήνου ή τετραμήνου
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- έλεγχος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία έλεγχος
|
στο σχολείο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ έλεγχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας