πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προέλεγχος οι προέλεγχοι
      γενική του προελέγχου
& προέλεγχου
των προελέγχων
    αιτιατική τον προέλεγχο τους προελέγχους
     κλητική προέλεγχε προέλεγχοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προέλεγχος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία