προκαταρκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προκαταρκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προκαταρκτικός. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + κατ- + αρκτικός (στη σημασία: αρχίζω)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.ka.taɾ.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐ταρ‐κτι‐κός
- ομόηχο: προκαταρκτικώς
Επίθετο
επεξεργασία
προκαταρκτικός, -ή, -ό
- που γίνεται πριν από το κυρίως έργο και το προετοιμάζει, προπαρασκευαστικός
- ⮡ προκαταρκτική εξέταση
Συγγενικά
επεξεργασία- προκαταρκτικά (επίρρρημα)
- προκαταρκτικώς (επίρρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προκαταρκτικός
Πηγές
επεξεργασία
- προκαταρκτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προκαταρκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προκαταρκτικός (ελληνιστική κοινή) < προ- + καταρκτικός (< κατ- αρχαία ελληνική ἀρκτικός < ἄρχω)
Επίθετο
επεξεργασία
προκαταρκτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- προκαταρκτικός, πριν από την αρχή
- (μετρική) που αρχίζει με μακρά συλλαβή
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- προκαταρκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.