↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκαταρκτικός η προκαταρκτική το προκαταρκτικό
      γενική του προκαταρκτικού της προκαταρκτικής του προκαταρκτικού
    αιτιατική τον προκαταρκτικό την προκαταρκτική το προκαταρκτικό
     κλητική προκαταρκτικέ προκαταρκτική προκαταρκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκαταρκτικοί οι προκαταρκτικές τα προκαταρκτικά
      γενική των προκαταρκτικών των προκαταρκτικών των προκαταρκτικών
    αιτιατική τους προκαταρκτικούς τις προκαταρκτικές τα προκαταρκτικά
     κλητική προκαταρκτικοί προκαταρκτικές προκαταρκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προκαταρκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προκαταρκτικός. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + κατ- + αρκτικός (στη σημασία: αρχίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.ka.taɾ.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐κα‐ταρ‐κτι‐κός
ομόηχο: προκαταρκτικώς

  Επίθετο

επεξεργασία

προκαταρκτικός, -ή, -ό

  • που γίνεται πριν από το κυρίως έργο και το προετοιμάζει, προπαρασκευαστικός
    προκαταρκτική εξέταση

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αρκτικός, αρχίζω και αρχή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προκαταρκτικός προκαταρκτική τὸ προκαταρκτικόν
      γενική τοῦ προκαταρκτικοῦ τῆς προκαταρκτικῆς τοῦ προκαταρκτικοῦ
      δοτική τῷ προκαταρκτικ τῇ προκαταρκτικ τῷ προκαταρκτικ
    αιτιατική τὸν προκαταρκτικόν τὴν προκαταρκτικήν τὸ προκαταρκτικόν
     κλητική ! προκαταρκτικέ προκαταρκτική προκαταρκτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προκαταρκτικοί αἱ προκαταρκτικαί τὰ προκαταρκτικᾰ́
      γενική τῶν προκαταρκτικῶν τῶν προκαταρκτικῶν τῶν προκαταρκτικῶν
      δοτική τοῖς προκαταρκτικοῖς ταῖς προκαταρκτικαῖς τοῖς προκαταρκτικοῖς
    αιτιατική τοὺς προκαταρκτικούς τὰς προκαταρκτικᾱ́ς τὰ προκαταρκτικᾰ́
     κλητική ! προκαταρκτικοί προκαταρκτικαί προκαταρκτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προκαταρκτικώ τὼ προκαταρκτικᾱ́ τὼ προκαταρκτικώ
      γεν-δοτ τοῖν προκαταρκτικοῖν τοῖν προκαταρκτικαῖν τοῖν προκαταρκτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προκαταρκτικός (ελληνιστική κοινή) < προ- + καταρκτικός (< κατ- αρχαία ελληνική ἀρκτικός < ἄρχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

προκαταρκτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. προκαταρκτικός, πριν από την αρχή
  2. (μετρική) που αρχίζει με μακρά συλλαβή
     αντώνυμα: καταληκτικός

Συγγενικά

επεξεργασία