Ετυμολογία

επεξεργασία
προελέγχω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προελέγχω < προ- + αρχαία ελληνική ἐλέγχω

προελέγχω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα