Δείτε επίσης: ελέγχω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐλέγχω < λείπει η ετυμολογία

ἐλέγχω

  1. (στον Όμηρο) μειώνω, ευτελίζω, ντροπιάζω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 424 (στίχοι 424-426)
    Τηλέμαχ᾽, οὔ σ᾽ ὁ ξεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἐλέγχει | ἥμενος, οὐδέ τι τοῦ σκοποῦ ἤμβροτον οὐδέ τι τόξον | δὴν ἔκαμον τανύων·
    Τηλέμαχε, δεν σε ντροπιάζει ο ξένος που φιλοξένησες εσύ στο σπίτι σου. | Άστοχος στον στόχο μου δεν φάνηκα μήτε και κόπιασα | το τόξο να τανύσω.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  2. ελέγχω, ερευνώ
  3. ελέγχω, δοκιμάζω
  4. ανακρίνω, ερωτώ με σκοπό να αντικρούσω επιχειρήματα, εξετάζω κατά αντιπαράσταση
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους, 18d
    ὅσοι δὲ φθόνῳ καὶ διαβολῇ χρώμενοι ὑμᾶς ἀνέπειθον —οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ πεπεισμένοι ἄλλους πείθοντες— οὗτοι πάντες ἀπορώτατοί εἰσιν· οὐδὲ γὰρ ἀναβιβάσασθαι οἷόν τ᾽ ἐστὶν αὐτῶν ἐνταυθοῖ οὐδ᾽ ἐλέγξαι οὐδένα, ἀλλ᾽ ἀνάγκη ἀτεχνῶς ὥσπερ σκιαμαχεῖν ἀπολογούμενόν τε καὶ ἐλέγχειν μηδενὸς ἀποκρινομένου.
    Εκείνοι όμως που με τα μέσα του φθόνου και της διαβολής σάς έπειθαν, και όσοι, αφού είχαν πεισθεί οι ίδιοι, έπειθαν άλλους, αυτοί είναι οι πιο δύσκολοι απ᾽ όλους, γιατί ούτε να παρουσιάσω κανέναν απ᾽ αυτούς μπορώ ούτε να τον βγάλω ψεύτη. Αλλά είναι ανάγκη καθαυτό να πολεμώ με σκιές και να ελέγχω, χωρίς κανένας να μου αποκρίνεται.
    Μετάφραση (1923), Παύλος Νιρβάνας @greek-language.gr
  5. επικρίνω, κατηγορώ, αποδοκιμάζω
  6. (για επιχειρήματα) αντικρούω, αποκρούω, ανατρέπω, ανασκευάζω
  7. αποδεικνύω
  8. ενεργώ ως διαιτητής σε μία διαμάχη


Συγγενικά

επεξεργασία