Δείτε επίσης: προ, πρό

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

προ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προ- (πρό). Για τη σημασία φάση που προηγείται, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pré < αρχαία ελληνική πρό

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo/

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

προ- ή πρό-

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία