αντι-
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντι- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντι- < αρχαία ελληνική ἀντι- < πρόθεση ἀντί < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂énti. Επίσης, (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία anti και μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-[1]
ΠρόθημαΕπεξεργασία
αντι-
- σε σχέση με το β’ συνθετικό δηλώνει:
- αντίθεση
- άρνηση, εναντίωση
- αντικατάσταση
- απουσία κάποιων χαρακτηριστικών
- αντίδραση
- ανταπόδοση
- αντιστοιχία
- σύγκριση
- καταπολέμηση ασθένειας, θεραπεία
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αντι- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αντί- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αντ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανθ- από το αντι- στο Βικιλεξικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «"αντι-"» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.