Δείτε επίσης: αντί, ἀντί, ἀντι-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντι- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντι- < αρχαία ελληνική ἀντι- < πρόθεση ἀντί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂énti. Επίσης, (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία anti και μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-[1]

  Πρόθημα επεξεργασία

αντι-

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία