αντιστοιχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντιστοιχία θηλυκό
- η σχέση ομοιότητας ανάμεσα σε δύο πράγματα όπου κάθε στοιχείο του ενός ταιριάζει με ένα στοιχείο του άλλου
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιστοιχία