Δείτε επίσης: ἀντιστοιχῶ, αντιστοιχίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.stiˈxo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιστοιχώ

αντιστοιχώ

  1. βρίσκομαι σε αντιστοιχία, σε συμμετρική σχέση με κάτι άλλο
  2. είμαι ανάλογος, ισοδύναμος ή παρόμοιος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία