ανάλογος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανάλογος | η | ανάλογη | το | ανάλογο |
γενική | του | ανάλογου | της | ανάλογης | του | ανάλογου |
αιτιατική | τον | ανάλογο | την | ανάλογη | το | ανάλογο |
κλητική | ανάλογε | ανάλογη | ανάλογο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανάλογοι | οι | ανάλογες | τα | ανάλογα |
γενική | των | ανάλογων | των | ανάλογων | των | ανάλογων |
αιτιατική | τους | ανάλογους | τις | ανάλογες | τα | ανάλογα |
κλητική | ανάλογοι | ανάλογες | ανάλογα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανάλογος < αρχαία ελληνική ἀνάλογος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ανάλογος, -η, -ο
- που αυξάνεται ή μειώνεται κατά όμοιο ή αντίστροφο τρόπο με άλλο μέγεθος
- η ταχύτητα και ο χρόνος στην ευθύγραμμη ομαλή κίνηση είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα
- αντίστοιχος
- με έξοδα ανάλογα με τα έσοδα
- κατάλληλος για την περίσταση
- παίρνω τα ανάλογα μέτρα
- παρόμοιος
- βρίσκομαι σε ανάλογη θέση με σένα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανάλογος