κατάλληλος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατάλληλος < αρχαία ελληνική κατάλληλος < κατά + ἀλλήλων < ἄλλος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.li.los/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /kaˈta.li.li/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /kaˈta.li.lo/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κατάλληλος, -η, -ο
- που έχει τα απαραίτητα προσόντα, που πληροί τις προϋποθέσεις για να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες ανάγκες και να επιφέρει θετικό αποτέλεσμα
- που εξυπηρετεί ή αρμόζει
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση : ο άνθρωπος που έχει τις ικανότητες (επαγγεματικές, συνήθως) που χρειάζονται για κάποιο σκοπό
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατάλληλος