ακαταλληλότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαταλληλότητα < ελληνιστική κοινή ἀκαταλληλότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακαταλληλότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ακατάλληλου, του να μην έχει τα απαραίτητα προσόντα ή τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακαταλληλότητα