Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσόν τα προσόντα
      γενική του προσόντος των προσόντων
    αιτιατική το προσόν τα προσόντα
     κλητική προσόν προσόντα
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής προσών του ρήματος πρόσειμι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈson/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσόν ουδέτερο

  1. κάθε ιδιότητα ή ικανότητα που αποκτά κάποιος είτε με τη μόρφωσή του είτε από τη φύση
     συνώνυμα: πλεονέκτημα, προτέρημα
     αντώνυμα: μειονέκτημα
  2. (πληθυντικός) όλα τα εφόδια που είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση ενός έργου ή την πρόσληψη κάποιου

  Μεταφράσεις επεξεργασία