• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

qualification

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
      • 1.1.1 Συγγενικές λέξεις
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Ουσιαστικό
      • 2.1.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

qualification (en)

  1. προσόν
  2. πρόσθετος όρος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • qualify



Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
qualification qualifications

qualification (fr) θηλυκό

  1. ο χαρακτηρισμός
  2. (αθλητισμός) η πρόκριση
    ≠ αντώνυμα: disqualification, élimination
  3. η εξειδίκευση

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • qualifiable
  • qualifiant - qualifiante
  • qualificateur
  • qualificatif - qualificative
  • qualifié - qualifiée
  • qualifier
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=qualification&oldid=4868374"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Οκτωβρίου 2020, στις 19:40

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Οκτωβρίου 2020, στις 19:40.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie