παραθετικά
θετικός qualified
συγκριτικός more qualified
υπερθετικός most qualified

  Επίθετο

επεξεργασία

qualified (en)

  1. έγκυρος, ενδεδειγμένος, έμπειρος
  2. ειδικευμένος
    ⮡  qualified cook - ειδικευμένος μάγειρας
     συνώνυμα: confirmed, experienced
  3. (αθλητισμός) αυτός που προκρίθηκε
     αντώνυμα: disqualified, eliminated

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

qualified (en)