συγκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συγκριτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκριτικός )αρχαία σημασία: συνδυαστικός) & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική comparative [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκρι‐τι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κρι‐τι‐κός
- ομόηχο: συγκρητικός
Επίθετο
επεξεργασία
συγκριτικός, -ή, -ό
- που συγκρίνει ή χρησιμοποιεί ως μέθοδο τη σύγκριση
- ⮡ συγκριτική μελέτη
- ⮡ συγκριτική γλωσσολογία
- που προσφέρεται προς σύγκριση
- ⮡ συγκριτικά στοιχεία
- ⮡ συγκριτικό πλεονέκτημα
- (γραμματική) βαθμός σύγκρισης παραθετικών των επιθέτων και επιρρημάτων
- ⮡ Το «χειρότερος» είναι μονολεκτικός συγκριτικός βαθμός του επιθέτου «κακός».
- → δείτε και τον όρο υπερθετικός
- ⮡ Το «χειρότερος» είναι μονολεκτικός συγκριτικός βαθμός του επιθέτου «κακός».
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκριτικός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ συγκριτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συγκριτικός < συγκρί(νω) + -τικός
Επίθετο
επεξεργασία
συγκριτικός, -ή, -όν
- συνδυαστικός
- (ελληνιστική σημασία)
- συγκριτικός, που συγκρίνει
- (γραμματική) o συγκριτικός βαθμός σύγκρισης
- ουσιαστικοποιημένο: εννοείται η λέξη ὄνομα (δηλαδή, όνομα επίθετο)
⮡ τὰ συγκριτικά ( ὀνόματα)
- ουσιαστικοποιημένο: εννοείται η λέξη ὄνομα (δηλαδή, όνομα επίθετο)
Παράγωγα
επεξεργασία- συγκριτικῶς (ελληνιστική κοινή) επίρρημα
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- συγκριτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.