comparatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- comparatif < λατινική comparativus
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | comparatif | comparatifs |
θηλυκό | comparative | comparatives |
comparatif (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη comparer