συνδυαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνδυαστικός < συνδυάζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική combinatoire)
Επίθετο
επεξεργασίασυνδυαστικός
- που έχει σχέση με συνδυασμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που μπορεί να συνδυάζει, που έχει τέτοια ικανότητα
Συγγενικά
επεξεργασία- συνδυαστικά
- → δείτε τις λέξεις συνδυάζω, συν και δύο
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδυαστικός