Ετυμολογία

επεξεργασία
συνδυαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου συνδυαστικός

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνδυαστική θηλυκό

  • (μαθηματικά) κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη μελέτη των πεπερασμένων και των άπειρων αλλά μετρήσιμων διακριτών δομών

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

συνδυαστική