συνδυαστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδυαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου συνδυαστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνδυαστική θηλυκό
- (μαθηματικά) κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη μελέτη των πεπερασμένων και των άπειρων αλλά μετρήσιμων διακριτών δομών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- αγγλικά : μαθηματικό πεδίο: combinatorics (en)
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
συνδυαστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συνδυαστικός