Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Λείπει ως αριθμητικό επίθετο. Γενική πληθυντικό λαϊκότροπο στο δυο: δυονών Sarri.greek 14:37, 14 Αυγούστου 2021 (UTC).


Δείτε επίσης: δυο, δυό, δύω, δῃῶ, δηώ

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δύο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δύο[1] < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο). Συγκρίνετε με το δυο.

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.o/
 
ομόηχο: δύω

  ΑριθμητικόΕπεξεργασία

δύο

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

αριθμητικά
απόλυτο: δύο
ψηφίο: δυάρι
τακτικό: δεύτερος
πολλαπλασιαστικό:  διπλός
αναλογικό: διπλάσιος
περιληπτικό: δυάδα  
επίρρημα: δις
πρόθημα: δι-
  Δείτε και το δυο, δυόμισι  
 
χρονικά
λεπτά: δίλεπτο
ώρες: δίωρο
ημέρες: διήμερο
μήνες: δίμηνο
έτη: διετία
διάρκεια: διετής, διετές - δίχρονος, δίχρονη, δίχρονο  

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δύο < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο)

  ΑριθμητικόΕπεξεργασία

δύο

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία