δύο
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δύο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δύο[1] < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο). Συγκρίνετε με το δυο.
Προφορά επεξεργασία
Αριθμητικό επεξεργασία
δύο
- το απόλυτο αριθμητικό, (ψηφίο 2) που ακολουθεί το ένα και προηγείται του τρία
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
αριθμητικά | |
απόλυτο: | δύο |
ψηφίο: | δυάρι |
τακτικό: | δεύτερος |
πολλαπλασιαστικό: | διπλός |
αναλογικό: | διπλάσιος |
περιληπτικό: | δυάδα |
επίρρημα: | δις |
πρόθημα: | δι- |
Δείτε και το δυο, δυόμισι |
χρονικά | |
λεπτά: | δίλεπτο |
ώρες: | δίωρο |
ημέρες: | διήμερο |
μήνες: | δίμηνο |
έτη: | διετία |
διάρκεια: | διετής, διετές - δίχρονος, δίχρονη, δίχρονο |
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δύο
|
επεξεργασία
- ↑ δύο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
δύο < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο)
Αριθμητικό επεξεργασία
δύο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δύο - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύο - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.