δύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδύω, αόρ.: έδυσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα
- (μεταφορικά) αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε και τα παράγωγά τους
- και λέξεις σχετικές με το → γδύνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δύω | έδυα | θα δύω | να δύω | δύοντας | |
β' ενικ. | δύεις | έδυες | θα δύεις | να δύεις | δύε | |
γ' ενικ. | δύει | έδυε | θα δύει | να δύει | ||
α' πληθ. | δύουμε | δύαμε | θα δύουμε | να δύουμε | ||
β' πληθ. | δύετε | δύατε | θα δύετε | να δύετε | δύετε | |
γ' πληθ. | δύουν(ε) | έδυαν δύαν(ε) |
θα δύουν(ε) | να δύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έδυσα | θα δύσω | να δύσω | δύσει | ||
β' ενικ. | έδυσες | θα δύσεις | να δύσεις | δύσε | ||
γ' ενικ. | έδυσε | θα δύσει | να δύσει | |||
α' πληθ. | δύσαμε | θα δύσουμε | να δύσουμε | |||
β' πληθ. | δύσατε | θα δύσετε | να δύσετε | δύστε | ||
γ' πληθ. | έδυσαν δύσαν(ε) |
θα δύσουν(ε) | να δύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δύσει | είχα δύσει | θα έχω δύσει | να έχω δύσει | ||
β' ενικ. | έχεις δύσει | είχες δύσει | θα έχεις δύσει | να έχεις δύσει | ||
γ' ενικ. | έχει δύσει | είχε δύσει | θα έχει δύσει | να έχει δύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δύσει | είχαμε δύσει | θα έχουμε δύσει | να έχουμε δύσει | ||
β' πληθ. | έχετε δύσει | είχατε δύσει | θα έχετε δύσει | να έχετε δύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δύσει | είχαν δύσει | θα έχουν δύσει | να έχουν δύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | δύω | δύομαι |
Παρατατικός | ἔδυον | ἐδυόμην |
Μέλλοντας | δύσω | δύσομαι & δυθήσομαι |
Αόριστος | ἔδυσα | ἐδυσάμην & ἐδύθην |
Παρακείμενος | δέδυκα | -δέδυμαι (σε σύνθετα) |
Υπερσυντέλικος | ἐδεδύκειν | -εδεδύμην (σε σύνθετα) |
Συντελ.Μέλλ. | δεδυκώς ἔσομαι | - |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dew
Ρήμα
επεξεργασίαδύω
- φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι
- (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι, εισδύω, χώνομαι, βυθίζομαι
- (για ρούχα, οπλισμό) ντύνομαι, περιβάλλομαι, φορώ
- (για πάθη, παθήματα κ.λπ.) επέρχομαι
- απομονώνομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΔείτε παράγωγα και σύνθετα:
- Λέξεις με -δύω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts, Λέξεις με -δύομαι @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Λέξεις με -δυσις @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Λέξεις με -δυτ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Κλίση
επεξεργασία δύω - ενεργητικοί τύποι
|
δύομαι
|
Αριθμητικό
επεξεργασίαδύω
- επικός τύπος του δύο
Αναφορές
επεξεργασία- δύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.