Ετυμολογία

επεξεργασία

φθάνω, αόρ.: έφθασα

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  φθάνω 
Παρατατικός  ἔφθανον 
Μέλλοντας  φθάσω   φθήσομαι 
Αόριστος  ἔφθασα   ἔφθην 
Παρακείμενος  ἔφθακα 
Υπερσυντέλικος  ἐφθάκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

επεξεργασία
φθάνω < θέμα φθη- και φθα- + πρόσφυμα -ν- + ϝω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

φθάνω

  1. προφταίνω, προλαμβάνω
      φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχημένον (σε πρόλαβε ο θάνατος)
      τοῦ φθάσαντος ἁρπαγή (τα λάφυρα όποιου φτάσει πρώτος)
      οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ ἀτυχία καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν
    σα να μην έφτανε η ατυχία μου, μόλις μου συνέβη η ατυχία, αμέσως επιχείρησαν
  2. κάνε γρήγορα
      λέγε φθάσας (λέγε γρήγορα, τελείωνε!)