Ετυμολογία

επεξεργασία
προφταίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προφθ(άνω) (προ- + φθάνω) + -αίνω με ανομοίωση της άρθρωσης [fθ] > [ft][1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈfte.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πορ‐φταί‐νω

προφταίνω, αόρ.: πρόφτασα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία