προλαμβάνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προλαμβάνω < αρχαία ελληνική προλαμβάνω
Ρήμα επεξεργασία
προλαμβάνω (παθητική φωνή: προλαμβάνομαι)
- ενεργώ έγκαιρα (ώστε ενδεχομένως να προλάβω, να αποτρέψω ή να ματαιώσω κάτι)
Συγγενικά επεξεργασία
- πρόληψη
- προληπτικά
- προληπτικός
- → δείτε τις λέξεις προ και λαμβάνω