προ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προ< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρό
Πρόθεση
επεξεργασίαπρο (+ γενική)
- μπροστά από
- ↪ Βρεθήκαμε προ τετελεσμένων γεγονότων.
- πριν από
- ↪ Αυτά έγιναν προ Χριστού.
- ↪ Η ώρα είναι 6:00 προ μεσημβρίας.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)