προ
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προ< αρχαία ελληνική πρό
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
προ (+ γενική)
- μπροστά από
- βρεθήκαμε προ τετελεσμένων γεγονότων
- πριν από
- αυτά έγιναν προ Χριστού
- η ώρα είναι 6:00 προ μεσημβρίας
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- προκάνω
- προφητεύω
- προάγω
- προδίδω
- πρόεδρος
- πρόβατο
- πρόβλημα
- προγούλι
- προεστός
- προϊόν
- προκάτ
- πρόθυμος
- προπετής
- πρόκειται
- προάλλες