προληπτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προληπτικά < προληπτικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
προληπτικά
- με προληπτικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
προληπτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προληπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προληπτικός