Δείτε επίσης: προσληπτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προληπτικός η προληπτική το προληπτικό
      γενική του προληπτικού της προληπτικής του προληπτικού
    αιτιατική τον προληπτικό την προληπτική το προληπτικό
     κλητική προληπτικέ προληπτική προληπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προληπτικοί οι προληπτικές τα προληπτικά
      γενική των προληπτικών των προληπτικών των προληπτικών
    αιτιατική τους προληπτικούς τις προληπτικές τα προληπτικά
     κλητική προληπτικοί προληπτικές προληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προληπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προληπτικός (προκαταβολικός) (<αρχαία ελληνική προλαμβάνω). Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + ληπ- (λαμβάνω) + -τικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.li.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐λη‐πτι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

προληπτικός, -ή, -ό

  1. που προλαμβάνει, που με τις εκ των προτέρων ενέργειες ή πράξεις του προλαβαίνει την εκδήλωση ή την εμφάνιση κάποιων πραγμάτων, τα αποτρέπει ή τα ματαιώνει
  2. που έχει προλήψεις ή πιστεύει σ’ αυτές
    → δείτε τη λέξη δεισιδαίμων

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις προλαβαίνω, προλαμβάνω και λαμβάνω

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. προληπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προληπτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προληπτικός προληπτική τὸ προληπτικόν
      γενική τοῦ προληπτικοῦ τῆς προληπτικῆς τοῦ προληπτικοῦ
      δοτική τῷ προληπτικ τῇ προληπτικ τῷ προληπτικ
    αιτιατική τὸν προληπτικόν τὴν προληπτικήν τὸ προληπτικόν
     κλητική ! προληπτικέ προληπτική προληπτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προληπτικοί αἱ προληπτικαί τὰ προληπτικᾰ́
      γενική τῶν προληπτικῶν τῶν προληπτικῶν τῶν προληπτικῶν
      δοτική τοῖς προληπτικοῖς ταῖς προληπτικαῖς τοῖς προληπτικοῖς
    αιτιατική τοὺς προληπτικούς τὰς προληπτικᾱ́ς τὰ προληπτικᾰ́
     κλητική ! προληπτικοί προληπτικαί προληπτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προληπτικώ τὼ προληπτικᾱ́ τὼ προληπτικώ
      γεν-δοτ τοῖν προληπτικοῖν τοῖν προληπτικαῖν τοῖν προληπτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προληπτικός < < προ- + ληπτικός (< αρχαία ελληνική προλαμβάνω. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ληπ- (λαμβάνω)+ -τικός