ενεργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενεργώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνεργῶ, συνηρημένος τύπος του ἐνεργέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.neɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νερ‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαενεργώ, αόρ.: ενέργησα/(ενήργησα), παθ.φωνή: ενεργούμαι, π.αόρ.: ενεργήθηκα
- κάνω κάποια ενέργεια
- προσπαθώ να πετύχω κάτι
- ισχύω
- φέρνω κάποιο (θετικό) αποτέλεσμα (για ουσία, φάρμακο κ.λπ.)
- (μόνο στην παθητική φωνή) ενεργούμαι: κάνω εκκένωση του εντέρου, αφοδεύω, χέζω
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ενεργ-
ενεργ-
Σύνθετα του ρήματος (και δείτε τα συγγενικά τους) |
Κλίση
επεξεργασίαΕνεργητικοί αόριστοι: ενέργησα και από την αρχαία κλίση: ενήργησα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενεργώ | ενεργούσα | θα ενεργώ | να ενεργώ | ενεργώντας | |
β' ενικ. | ενεργείς | ενεργούσες | θα ενεργείς | να ενεργείς | ||
γ' ενικ. | ενεργεί | ενεργούσε | θα ενεργεί | να ενεργεί | ||
α' πληθ. | ενεργούμε | ενεργούσαμε | θα ενεργούμε | να ενεργούμε | ||
β' πληθ. | ενεργείτε | ενεργούσατε | θα ενεργείτε | να ενεργείτε | ενεργείτε | |
γ' πληθ. | ενεργούν(ε) | ενεργούσαν(ε) | θα ενεργούν(ε) | να ενεργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενέργησα | θα ενεργήσω | να ενεργήσω | ενεργήσει | ||
β' ενικ. | ενέργησες | θα ενεργήσεις | να ενεργήσεις | ενέργησε | ||
γ' ενικ. | ενέργησε | θα ενεργήσει | να ενεργήσει | |||
α' πληθ. | ενεργήσαμε | θα ενεργήσουμε | να ενεργήσουμε | |||
β' πληθ. | ενεργήσατε | θα ενεργήσετε | να ενεργήσετε | ενεργήστε | ||
γ' πληθ. | ενέργησαν ενεργήσαν(ε) |
θα ενεργήσουν(ε) | να ενεργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενεργήσει | είχα ενεργήσει | θα έχω ενεργήσει | να έχω ενεργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενεργήσει | είχες ενεργήσει | θα έχεις ενεργήσει | να έχεις ενεργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενεργήσει | είχε ενεργήσει | θα έχει ενεργήσει | να έχει ενεργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενεργήσει | είχαμε ενεργήσει | θα έχουμε ενεργήσει | να έχουμε ενεργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενεργήσει | είχατε ενεργήσει | θα έχετε ενεργήσει | να έχετε ενεργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενεργήσει | είχαν ενεργήσει | θα έχουν ενεργήσει | να έχουν ενεργήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενεργούμαι | ενεργούμουν | θα ενεργούμαι | να ενεργούμαι | ενεργούμενος | |
β' ενικ. | ενεργείσαι | ενεργούσουν | θα ενεργείσαι | να ενεργείσαι | ||
γ' ενικ. | ενεργείται | ενεργούνταν | θα ενεργείται | να ενεργείται | ||
α' πληθ. | ενεργούμαστε | ενεργούμασταν ενεργούμαστε |
θα ενεργούμαστε | να ενεργούμαστε | ||
β' πληθ. | ενεργείστε | ενεργούσασταν ενεργούσαστε |
θα ενεργείστε | να ενεργείστε | ενεργείστε | |
γ' πληθ. | ενεργούνται | ενεργούνταν | θα ενεργούνται | να ενεργούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενεργήθηκα | θα ενεργηθώ | να ενεργηθώ | ενεργηθεί | ||
β' ενικ. | ενεργήθηκες | θα ενεργηθείς | να ενεργηθείς | ενεργήσου | ||
γ' ενικ. | ενεργήθηκε | θα ενεργηθεί | να ενεργηθεί | |||
α' πληθ. | ενεργηθήκαμε | θα ενεργηθούμε | να ενεργηθούμε | |||
β' πληθ. | ενεργηθήκατε | θα ενεργηθείτε | να ενεργηθείτε | ενεργηθείτε | ||
γ' πληθ. | ενεργήθηκαν ενεργηθήκαν(ε) |
θα ενεργηθούν(ε) | να ενεργηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενεργηθεί | είχα ενεργηθεί | θα έχω ενεργηθεί | να έχω ενεργηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις ενεργηθεί | είχες ενεργηθεί | θα έχεις ενεργηθεί | να έχεις ενεργηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενεργηθεί | είχε ενεργηθεί | θα έχει ενεργηθεί | να έχει ενεργηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενεργηθεί | είχαμε ενεργηθεί | θα έχουμε ενεργηθεί | να έχουμε ενεργηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενεργηθεί | είχατε ενεργηθεί | θα έχετε ενεργηθεί | να έχετε ενεργηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενεργηθεί | είχαν ενεργηθεί | θα έχουν ενεργηθεί | να έχουν ενεργηθεί |