• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ενεργώ

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ενεργώ < αρχαία ελληνική ἐνεργέω / ἐνεργῶ

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ε.nεɾ.ˈɣɔ/

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεργώ (παθητική φωνή: ενεργούμαι)

  1. κάνω κάποια ενέργεια
  2. προσπαθώ να πετύχω κάτι
  3. ισχύω
  4. φέρνω κάποιο (θετικό) αποτέλεσμα (για ουσία, φάρμακο κ.λπ.)
  5. παθητική φωνή ενεργούμαι: χέζω, αφοδεύω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ενεργώ
  • αγγλικά : act (en)
  • γαλλικά : agir (fr), procéder (fr) à,
  • πορτογαλικά : agir (pt)
  • ρουμανικά : acționa (ro)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ενεργώ&oldid=4102724"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Οκτωβρίου 2019, στις 06:02

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Οκτωβρίου 2019, στις 06:02.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie