Δείτε επίσης: ἀφοδεύω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αφοδεύω, αόρ.: αφόδευσα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (λόγιο) αποβάλλω τα υπολείμματα της πέψης από το σώμα μου
      Οι ελέφαντες, οι αντιλόπες και τα άλογα είναι μεταξύ των σύγχρονων ζώων που αφοδεύουν σε συγκεκριμένα – προκαθορισμένα από την ομάδα τους – σημεία. Με τον τρόπο αυτόν οριοθετούν την περιοχή τους αλλά μειώνουν και τις πιθανότητες εξάπλωσης παρασίτων. (tovima.gr)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη οδός

Μεταφράσεις

επεξεργασία