χέζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χέζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χέζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈçe.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χέ‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαχέζω, αόρ.: έχεσα, παθ.φωνή: χέζομαι, π.αόρ.: χέστηκα, μτχ.π.π.: χεσμένος
- (χυδαίο) αφοδεύω
- (οικείο) μιλάω πολύ άσχημα σε κάποιον για να τον επαναφέρω στην τάξη
- (οικείο) παύω να ενδιαφέρομαι ή να ασχολούμαι με κάτι ή κάποιον (για να δοθεί έμφαση)
- → δείτε και χέζομαι
Εκφράσεις
επεξεργασία- μη χέσω: για να δείξουμε ότι απορρίπτουμε κάτι, έκφραση θυμού ή διαφωνίας
- χέζομαι στο τάλιρο: γίνομαι πλούσιος
- χέσε μέσα: σε έκφραση απογοήτευσης ή απαισιοδοξίας, επειδή τα πράγματα πήγαν ή θα πάνε στραβά (σκωπτικότερα: χέσ' μέσ' )
- χέσε ψηλά κι αγνάντευε: για μάταιη κατάσταση, ανίκανο άνθρωπο ή χειρισμό, παλιοκατάσταση
- χέστηκα: δε με νοιάζει
- χέστηκ' η Φατμέ στο Γενί Τζαμί
- χέστηκ' η φοράδα στ' αλώνι
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
χεζ- χεσ-
χεζ- χεσ-
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χέζω | έχεζα | θα χέζω | να χέζω | χέζοντας | |
β' ενικ. | χέζεις | έχεζες | θα χέζεις | να χέζεις | χέζε | |
γ' ενικ. | χέζει | έχεζε | θα χέζει | να χέζει | ||
α' πληθ. | χέζουμε | χέζαμε | θα χέζουμε | να χέζουμε | ||
β' πληθ. | χέζετε | χέζατε | θα χέζετε | να χέζετε | χέζετε | |
γ' πληθ. | χέζουν(ε) | έχεζαν χέζαν(ε) |
θα χέζουν(ε) | να χέζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έχεσα | θα χέσω | να χέσω | χέσει | ||
β' ενικ. | έχεσες | θα χέσεις | να χέσεις | χέσε | ||
γ' ενικ. | έχεσε | θα χέσει | να χέσει | |||
α' πληθ. | χέσαμε | θα χέσουμε | να χέσουμε | |||
β' πληθ. | χέσατε | θα χέσετε | να χέσετε | χέστε | ||
γ' πληθ. | έχεσαν χέσαν(ε) |
θα χέσουν(ε) | να χέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χέσει | είχα χέσει | θα έχω χέσει | να έχω χέσει | ||
β' ενικ. | έχεις χέσει | είχες χέσει | θα έχεις χέσει | να έχεις χέσει | έχε χεσμένο | |
γ' ενικ. | έχει χέσει | είχε χέσει | θα έχει χέσει | να έχει χέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χέσει | είχαμε χέσει | θα έχουμε χέσει | να έχουμε χέσει | ||
β' πληθ. | έχετε χέσει | είχατε χέσει | θα έχετε χέσει | να έχετε χέσει | έχετε χεσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν χέσει | είχαν χέσει | θα έχουν χέσει | να έχουν χέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) χεσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) χεσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) χεσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) χεσμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χέζομαι | χεζόμουν(α) | θα χέζομαι | να χέζομαι | ||
β' ενικ. | χέζεσαι | χεζόσουν(α) | θα χέζεσαι | να χέζεσαι | ||
γ' ενικ. | χέζεται | χεζόταν(ε) | θα χέζεται | να χέζεται | ||
α' πληθ. | χεζόμαστε | χεζόμαστε χεζόμασταν |
θα χεζόμαστε | να χεζόμαστε | ||
β' πληθ. | χέζεστε | χεζόσαστε χεζόσασταν |
θα χέζεστε | να χέζεστε | (χέζεστε) | |
γ' πληθ. | χέζονται | χέζονταν χεζόντουσαν |
θα χέζονται | να χέζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χέστηκα | θα χεστώ | να χεστώ | χεστεί | ||
β' ενικ. | χέστηκες | θα χεστείς | να χεστείς | χέσου | ||
γ' ενικ. | χέστηκε | θα χεστεί | να χεστεί | |||
α' πληθ. | χεστήκαμε | θα χεστούμε | να χεστούμε | |||
β' πληθ. | χεστήκατε | θα χεστείτε | να χεστείτε | χεστείτε | ||
γ' πληθ. | χέστηκαν χεστήκαν(ε) |
θα χεστούν(ε) | να χεστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χεστεί | είχα χεστεί | θα έχω χεστεί | να έχω χεστεί | χεσμένος | |
β' ενικ. | έχεις χεστεί | είχες χεστεί | θα έχεις χεστεί | να έχεις χεστεί | ||
γ' ενικ. | έχει χεστεί | είχε χεστεί | θα έχει χεστεί | να έχει χεστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χεστεί | είχαμε χεστεί | θα έχουμε χεστεί | να έχουμε χεστεί | ||
β' πληθ. | έχετε χεστεί | είχατε χεστεί | θα έχετε χεστεί | να έχετε χεστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χεστεί | είχαν χεστεί | θα έχουν χεστεί | να έχουν χεστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χεσμένος - είμαστε, είστε, είναι χεσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χεσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χεσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χεσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χεσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χεσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χεσμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία χέζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχέζω < *χέδ-jω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰéd-
Ρήμα
επεξεργασίαχέζω
Σημειώσεις
επεξεργασία- Απαντά κυρίως στον Αριστοφάνη και φαίνεται ότι δεν είχε χρήση γενικά στο γραπτό λόγο παρά μόνον αργότερα, στα ελληνιστικά χρόνια και στο μεσαίωνα.
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἐλευθέρα Κόρκυρα, χέζ᾽ ὅπου θέλεις : προσβλητική έκφραση των Ρωμαίων για τον ξεπεσμό της Κέρκυρας (Στράβωνας, 7ο β. 1.8)
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
χεζ- χεσ-
χεζ- χεσ-
θέμα χεζ-
- ἐγχέζω
- ἐκχέζω
- ἐπιχέζω
- καταχέζω
- χεζανάγκη
- χεζητιάω & χεσείω: χέζομαι, αισθάνομαι επιτακτική την ανάγκη να πάω στην τουαλέτα, επιθυμώ έντονα να ...
- χεζητιῶν
θέμα χεσ-
Πηγές
επεξεργασία- χέζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χέζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.