χέζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈçe.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χέ‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χέζομαι, π.αόρ.: χέστηκα, μτχ.π.π.: χεσμένος
- παθητική φωνή του ρήματος χέζω
- παθητικές σημασίες του χέζω
- νοιώθω την φυσική ανάγκη να αποπατήσω
- → δείτε τα κάνω πάνω μου, χέζω επάνω μου, λερώνομαι
- (μεταφορικά με κάποιον) τσακώνομαι
- → δείτε και τις λέξεις χέστηκα και χεστήκαμε
Κλίση επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χέζω