επάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπάνω. Συγκρίνετε με το πάνω.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πά‐νω