πάνω
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πάνω < το λαϊκότροπο απάνω με σίγηση του αρκτικού άτονου [a] < μεσαιωνικά ελληνικά ἀπάνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐπάνω[1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐπάνω με σίγηση του [e][2]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐νω
- ομόηχο: Πάνο
- τονικό παρώνυμο: πανό
Επίρρημα
επεξεργασία
- (τοπικό) στην επιφάνεια ενός πράγματος
- ⮡ Μη βάζεις τα πόδια σου πάνω στο τραπέζι!
- ⮡ Κρέμασε τον πίνακα πάνω στον αριστερό τοίχο.
- σε ψηλότερο σημείο
- ⮡ Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο πάνω από το δικό μου.
- και από πάνω
- ⮡ Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου.
- (με άρθρο, σε επιθετική λειτουργία) που βρίσκεται σε ψηλότερο σημείο
- ⮡ ο πάνω όροφος
- δίπλα, πολύ κοντά
- ⮡ οικόπεδο πάνω στο κύμα
- εχθρική διάθεση, εναντίωση
- ⮡ όρμησε πάνω μου
- (χρονικό) στην πιο κατάλληλη στιγμή
- ⮡ Ήρθε πάνω στην ώρα.
- αναφορικά, σχετικά με, σε σχέση με κάτι
- ⮡ Ποια είναι η γνώμη σου πάνω σε αυτό;
- κατοχή αντικειμένου ή μέσων, μαζί με κάποιον, δίπλα σε κάποιον
- ⮡ Έχεις κινητό πάνω σου;
- ⮡ Κρατάς πάνω σου λεφτά;
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία(Χρειάζεται μεταφορά ορισμών στις δικές τους σελίδες) μόνο με το πάνω
- από πάνω κλιμάκωση διαμάχης, θέση υπεροχής ή το επιπλέον σε κάτι ήδη αρκετό
- ⮡ Δε φτάνει που έφταιγε, πήγε να βγει κι από πάνω.
- ⮡ Όταν τον μάλωσα, έβγαλε και γλώσσα από πάνω
- ⮡ Ήταν πικάντικο, αλλά εκείνος έβαλε κι άλλο αλάτι από πάνω.
- ο ένας πάνω στον άλλο : ο ένας μετά τον άλλο, όλοι μαζί
- παίρνω τα πάνω μου : είμαι σε πολύ καλή κατάσταση
- πάνω που...: εκεί που, την ίδια στιγμή, την στιγμή που...
- πάνω του / τους!: πρόσταγμα, για επίθεση εναντίον κάποιου, ή για την αντιμετώπιση κατάστασης ή προβλήματος
- το παίρνω πάνω μου : περηφανεύομαι για κάτι, καυχιέμαι, αναλαμβάνω την ευθύνη για κάτι
- φέρνω / έρχονται τα πάνω κάτω : για την ανατροπή μιας κατάστασης
- βρίσκεται πάνω - πάνω : βρίσκεται στην κορυφή ενός σωρού ή μιας διατεταγμένης ομάδας,στο υψηλότερο σημείο γενικά
- είσαι πάνω - κάτω 30 ετών : (υπολογίζω ότι) είσαι περίπου 30 ετών
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πάνω
δίπλα, πολύ κοντά
→ δείτε τη λέξη δίπλα |
ο ένας πάνω στον άλλο
παίρνω πάνω μου, παίρνω τα πάνω μου
πάνω του!
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ επάνω, πάνω, απάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ επάνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- επάνω, πάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πάνω, επάνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- απάνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας