πάνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πάνω < επάνω < αρχαία ελληνική ἐπάνω
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
- (τοπικό) στην επιφάνεια ενός πράγματος
- μη βάζεις τα πόδια σου πάνω στο τραπέζι!
- κρέμασε τον πίνακα πάνω στον αριστερό τοίχο
- σε ψηλότερο σημείο
- το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο πάνω από το δικό μου
- και από πάνω
- το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου
- (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο σημείο
- ο πάνω όροφος
- κλιμάκωση διαμάχης, θέση υπεροχής ή το επιπλέον σε κάτι ήδη αρκετό
- δε φτάνει που έφταιγε, πήγε να βγει κι από πάνω
- όταν τον μάλωσα, έβγαλε και γλώσσα από πάνω
- ήταν πικάντικο, αλλά εκείνος έβαλε κι άλλο αλάτι από πάνω
- δίπλα, πολύ κοντά
- οικόπεδο πάνω στο κύμα
- εχθρική διάθεση, εναντίωση
- όρμησε πάνω μου
- (χρονικό) στην πιο κατάλληλη στιγμή
- ήρθε πάνω στην ώρα
- αναφορικά, σχετικά με, σε σχέση με κάτι
- ποια είναι η γνώμη σου πάνω σε αυτό;
- κατοχή αντικειμένου ή μέσων, μαζί με κάποιον, δίπλα σε κάποιον
- έχεις κινητό πάνω σου
- κρατάς πάνω σου λεφτά;
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ο ένας πάνω στον άλλο : ο ένας μετά τον άλλο, όλοι μαζί
- παίρνω τα πάνω μου : είμαι σε πολύ καλή κατάσταση
- πάνω που...: εκεί που, την ίδια στιγμή, την στιγμή που...
- πάνω του / τους!: πρόσταγμα, για επίθεση εναντίον κάποιου, ή για την αντιμετώπιση κατάστασης ή προβλήματος
- το παίρνω πάνω μου : περηφανεύομαι για κάτι, καυχιέμαι, αναλαμβάνω την ευθύνη για κάτι
- φέρνω / έρχονται τα πάνω κάτω : για την ανατροπή μιας κατάστασης
- βρίσκεται πάνω - πάνω : βρίσκεται στην κορυφή ενός σωρού ή μιας διατεταγμένης ομάδας,στο υψηλότερο σημείο γενικά
- είσαι πάνω - κάτω 30 ετών : (υπολογίζω ότι) είσαι περίπου 30 ετών
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πάνω
κλιμάκωση διαμάχης, θέση υπεροχής ή το επιπλέον σε κάτι ήδη αρκετό
δίπλα, πολύ κοντά
→ δείτε τη λέξη δίπλα |
ο ένας πάνω στον άλλο
παίρνω πάνω μου, παίρνω τα πάνω μου
πάνω του!