Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rally rallies

rally (en)

  1. πολιτική συγκέντρωση, διαδήλωση ή πορεία
  2. ράλι, αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων
  3. ανάκαμψη τιμών (πχ στο χρηματιστήριο)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας rally
γ΄ ενικό ενεστώτα rallies
αόριστος rallied
παθητική μετοχή rallied
ενεργητική μετοχή rallying

rally (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ανασυντάσσω, συσπειρώνω, έρχομαι ή συγκεντρώνω ανθρώπους για να βοηθήσουμε ή να στηρίξουμε κάποιον ή κάτι
    The general rallied his men.
    Ο στρατηγός ανασύνταξε τους άνδρες του.
    They rallied to defend their common interests.
    Συσπειρώθηκαν για να υπερασπιστούν τα κοινά τους συμφέροντα.
  2. (αμετάβατο) ανακάμπτω μετά από ασθένεια
  3. (αμετάβατο, οικονομία) αναζωογονώ, παίρνω τα πάνω μου, αυξάνεται σε αξία μετά την πτώση της αξίας, ειδικά για τιμές στο χρηματιστήριο
    The market/the economy rallied.
    H αγορά/η οικονομία αναζωογονήθηκε.
    The market/the economy is rallying.
    Η αγορά/η οικονομία πήρε τα πάνω της.

  Πηγές επεξεργασία