Δείτε επίσης: AT

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /æt/

  Πρόθεση

επεξεργασία

at (en)

  1. σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει πού είναι κάτι ή κάποιος ή πού συμβαίνει κάτι
    ⮡  There was no one at home.
    Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς.
    ⮡  They are not sitting at the table for food.
    Δεν κάθονται στο τραπέζι για φαγητό.
    ⮡  I am at the store, do you want anything?
    Είμαι στο μαγαζί, θέλεις τίποτα;
    ⮡  My friends are at the beach now.
    Οι φίλοι μου είναι στην παραλία τώρα.
    ⮡  I forgot my book at home.
    Ξέχασα το βιβλίο μου στο σπίτι.
    ⮡  I saw him at church.
    Τον είδα στην εκκλησία.
  2. σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει πού εργάζεται ή σπουδάζει κάποιος
    ⮡  I work at an office/at an insurance company.
    Δουλεύω σε ένα γραφείο/σε μια ασφαλιστική εταιρία.
    ⮡  She is studying painting at the School of Fine Arts.
    Σπουδάζει ζωγραφική στη Σχολή Kαλών Tεχνών.
  3. σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ώρα που συμβαίνει κάτι
    ⮡  I will meet you at ten.
    Θα σε συναντήσω στις δέκα.
    ⮡  She has an appointment at five.
    Έχει ραντεβού στις πέντε.
    ⮡  At the beginning/at the end of summer.
    Στην αρχή/στο τέλος του καλοκαιριού.
    ⮡  I like to look at the stars at night.
    Μου αρέσει να βλέπω τα αστέρια τη νύχτα.
    ⮡  They came at noon and left at midnight.
    Ήρθαν το μεσημέρι κι έφυγαν τα μεσάνυχτα.
  4. σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ηλικία στην οποία κάποιος κάνει κάτι
    ⮡  He married at the age of 30.
    Παντρεύτηκε σε ηλικία 30 ετών.
  5. προς, πάνω, καταπάνω, δηλώνει κατεύθυνση
    ⮡  I am looking at the sea/the sky.
    Βλέπω προς τη θάλασσα/τον ουρανό.
    ⮡  The firefighters pointed their hoses at the flames.
    Οι πυροσβέστες γύρισαν τις μάνικες προς τις φλόγες.
    ⮡  He rushed at me.
    Όρμησε πάνω μου/κατ' επάνω μου
    ⮡  He pointed his flashlight at me.
    Γύρισε το φακό του καταπάνω μου.
    ⮡  Look at me!
    Κοίταξέ με!
     συνώνυμα: toward
  6. με, προς, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ρυθμό, ταχύτητα, τιμή, κτλ.
    ⮡  He lends at ten percent.
    Δανείζει με δέκα τα εκατό.
    ⮡  We sell them at 10 euros a kilo
    Πουλάμε προς 10 ευρώ το κιλό.
  7. κατά (τη διάρκεια)
  8. με

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • χρησιμοποιούμε την πρόθεση at για να αναφέρομε στο night γενικά αλλά χρησιμοποιούμε την πρόθεση in για να αναφέρομε στο morning, afternoon, και evening γενικά
    ⮡  I cannot read at in night.
    Δεν μπορώ να διαβάσω τη νύχτα.
    ⮡  I eat breakfast in at the morning.
    Τρώω πρωινό το πρωί.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

at (en)

  • συντομογραφία του at sign, το σύμβολο @



  Ετυμολογία

επεξεργασία
at < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐱃 (at, άλογο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

at (az)

Άλλες γραφές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
at < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική آت (at) < παλαιά τουρκική 𐱃 (at, άλογο)[1] < (κληρονομημένο) πρωτοτουρκική *at, *ăt (άλογο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

at (tr)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. at - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν