ενικός         πληθυντικός  
night nights

  Ετυμολογία

επεξεργασία
night < μέση αγγλική night, nighte, nyght, naht < αγγλοσαξονική niht, neht, nyht, neaht < πρωτογερμανική *nahts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nókʷts (σκοτάδι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /naɪt/
ομόηχο: knight

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

night (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η νύχτα, νυχτερινός, το χρονικό διάστημα από τη δύση έως την ανατολή του ήλιου
    ⮡  Good night!
    Καληνύχτα!
    ⮡  on Sunday night - τη νύχτα της Κυριακής
    ⮡  all night long - όλη τη νύχτα
    ⮡  I travel at/by night.
    Ταξιδεύω νύχτα.
    ⮡  I work nights this week.
    Δουλεύω νύχτα αυτή την εβδομάδα.
    ⮡  the night shift - η νυχτερινή βάρδια
    ⮡  The stars shone brightly in the night sky.
    Τα αστέρια έλαμπαν λαμπερά στον νυχτερινό ουρανό.
    ⮡  I saw him last night.
    Τον είδα αποβραδίς.
     αντώνυμα: day

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • λέμε: at night (την νύχτα)
    (γραμματική πρόθεση at)

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • night στην αγγλική Βικιπαίδεια