night
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
night | nights |
Ετυμολογία
επεξεργασία- night < μέση αγγλική night, nighte, nyght, naht < αγγλοσαξονική niht, neht, nyht, neaht < πρωτογερμανική *nahts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nókʷts (σκοτάδι)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnight (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η νύχτα, νυχτερινός, το χρονικό διάστημα από τη δύση έως την ανατολή του ήλιου
- ⮡ Good night!
- Καληνύχτα!
- ⮡ on Sunday night - τη νύχτα της Κυριακής
- ⮡ all night long - όλη τη νύχτα
- ⮡ I travel at/by night.
- Ταξιδεύω νύχτα.
- ⮡ I work nights this week.
- Δουλεύω νύχτα αυτή την εβδομάδα.
- ⮡ the night shift - η νυχτερινή βάρδια
- ⮡ The stars shone brightly in the night sky.
- Τα αστέρια έλαμπαν λαμπερά στον νυχτερινό ουρανό.
- ⮡ I saw him last night.
- Τον είδα αποβραδίς.
- ≠ αντώνυμα: day
- ⮡ Good night!
Σημειώσεις
επεξεργασία- λέμε: at night (την νύχτα)
- (γραμματική πρόθεση at)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- night στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- night - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 98, 595. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποβραδίς, νύχτα