νυχτερινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυχτερινός < αρχαία ελληνική νυκτερινός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ni.xte.ɾiˈnos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ni.xte.ɾiˈni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ni.xte.ɾiˈno/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
νυχτερινός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη νύχτα
- οι νυχτερινές ώρες
- που γίνεται τη νύχτα
- η νυχτερινή βροχή
- που λειτουργεί τη νύχτα
- νυχτερινό σχολείο
- που εργάζεται τη νύχτα
- νυχτερινή νοσηλεύτρια