Ουσιαστικό

επεξεργασία

nocturne (en)

  1. πίνακας ζωγραφικής που απεικονίζει νυχτερινή σκηνή
  2. σύνθεση για πιάνο για τις νυχτερινές ώρες
      ενικός         πληθυντικός  
nocturne nocturnes

nocturne (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. νυχτερινός, νυχτιάτικος
  2. νυχτόβιος