nighttime
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnighttime (en)
- οι ώρες της νύχτας
- ⮡ His eyes have been strained from the nighttime studying.
- Τα μάτια του έχουν καταπονηθεί από τη νυχτερινή μελέτη.
- ⮡ His eyes have been strained from the nighttime studying.