νυχτερινά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νυχτερινά < νυχτεριν(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίανυχτερινά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νυχτερινά
→ δείτε τη λέξη νυχτιάτικα |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανυχτερινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νυχτερινός