ενικός         πληθυντικός  
nightmare nightmares

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nightmare (en)

  1. ο εφιάλτης, τρομαχτικό όνειρο
    ⮡  I had a nightmare yesterday.
    Είδα έναν εφιάλτη χθες.
  2. ο εφιάλτης, κάτι πολύ δυσάρεστο ή απειλητικό
    ⮡  the nightmare of nuclear war - ο εφιάλτης πυρηνικού πολέμου
    ⮡  We are living in a nightmare.
    Ζούμε σε έναν εφιάλτη.
    ⮡  Exams have been a nightmare for me.
    Οι εξετάσεις μού έχουν γίνει εφιάλτης.
    ⮡  Debt is my nightmare.
    Το χρέος είναι ο εφιάλτης μου.
    ⮡  His lenders had become his daily nightmare.
    Οι δανειστές του είχαν γίνει ο καθημερινός εφιάλτης του.