nightmare
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nightmare | nightmares |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnightmare (en)
- ο εφιάλτης, τρομαχτικό όνειρο
- ⮡ I had a nightmare yesterday.
- Είδα έναν εφιάλτη χθες.
- ⮡ I had a nightmare yesterday.
- ο εφιάλτης, κάτι πολύ δυσάρεστο ή απειλητικό
- ⮡ the nightmare of nuclear war - ο εφιάλτης πυρηνικού πολέμου
- ⮡ We are living in a nightmare.
- Ζούμε σε έναν εφιάλτη.
- ⮡ Exams have been a nightmare for me.
- Οι εξετάσεις μού έχουν γίνει εφιάλτης.
- ⮡ Debt is my nightmare.
- Το χρέος είναι ο εφιάλτης μου.
- ⮡ His lenders had become his daily nightmare.
- Οι δανειστές του είχαν γίνει ο καθημερινός εφιάλτης του.