Δείτε επίσης: Ἐφιάλτης, ἐφιάλτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφιάλτης οι εφιάλτες
      γενική του εφιάλτη των εφιαλτών
    αιτιατική τον εφιάλτη τους εφιάλτες
     κλητική εφιάλτη εφιάλτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εφιάλτης < αρχαία ελληνική ἐφιάλτης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.fiˈal.tis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφιάλτης αρσενικό

  1. τρομαχτικό όνειρο
  2. (κατ’ επέκταση) κάτι πολύ δυσάρεστο ή απειλητικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία