Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφιαλτικός η εφιαλτική το εφιαλτικό
      γενική του εφιαλτικού της εφιαλτικής του εφιαλτικού
    αιτιατική τον εφιαλτικό την εφιαλτική το εφιαλτικό
     κλητική εφιαλτικέ εφιαλτική εφιαλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφιαλτικοί οι εφιαλτικές τα εφιαλτικά
      γενική των εφιαλτικών των εφιαλτικών των εφιαλτικών
    αιτιατική τους εφιαλτικούς τις εφιαλτικές τα εφιαλτικά
     κλητική εφιαλτικοί εφιαλτικές εφιαλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφιαλτικός < ελληνιστική κοινή ἐφιαλτικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cauchemardesque)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.fi.al.tiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

εφιαλτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία