αγωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγωνία | οι | αγωνίες |
γενική | της | αγωνίας | των | αγωνιών |
αιτιατική | την | αγωνία | τις | αγωνίες |
κλητική | αγωνία | αγωνίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγωνία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωνία[1] < ἀγών < ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- (ἄγω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γω‐νί‐α
- ομόηχο: αγονία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγωνία θηλυκό
- συναίσθημα μεταξύ του φόβου και της αναμονής
- ※ Κοντά στην Άννα και στη Φωτεινή ζούσα κι εγώ τις αγωνίες της παρανομίας. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- χαρτοπαίγνιο
Συγγενικά
επεξεργασία- αγωνιακός
- αγωνιώ
- αγωνιώδης
- αγωνιώδικα
- αγωνιώδικος
- εναγώνια
- εναγώνιος
- εναγωνίως
- → δείτε τις λέξεις αγώνας και άγω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αγωνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας