Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγωνιώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγωνιώδ
ης
η
αγωνιώδ
ης
το
αγωνιώδ
ες
γενική
του
αγωνιώδ
ους
της
αγωνιώδ
ους
του
αγωνιώδ
ους
αιτιατική
τον
αγωνιώδ
η
την
αγωνιώδ
η
το
αγωνιώδ
ες
κλητική
αγωνιώδ
η
(
ς
)
αγωνιώδ
ης
αγωνιώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγωνιώδ
εις
οι
αγωνιώδ
εις
τα
αγωνιώδ
η
γενική
των
αγωνιωδ
ών
των
αγωνιωδ
ών
των
αγωνιωδ
ών
αιτιατική
τους
αγωνιώδ
εις
τις
αγωνιώδ
εις
τα
αγωνιώδ
η
κλητική
αγωνιώδ
εις
αγωνιώδ
εις
αγωνιώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγωνιώδης
<
αγωνία
+
-ώδης
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
anxieux
)
Επίθετο
επεξεργασία
αγωνιώδης
που έχει πολλή
αγωνία
ή που προκαλεί πολλή
αγωνία
,
αγχωτικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αγωνία
,
αγώνας
και
άγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγωνιώδης
αγγλικά
:
agonizing
(en)
γαλλικά
:
inquiet
(fr)
,
angoissé
(fr)
,
anxieux
(fr)
γερμανικά
:
quälende
(de)
ιαπωνικά
:
苦渋
(ja)
ισπανικά
:
agonizante
(es)
ιταλικά
:
agonizzante
(it)
καταλανικά
:
agonitzant
(ca)
κινεζικά
:
痛苦
(zh)
κορεατικά
:
고민
(ko)
ρωσικά
:
мучительный
(ru)
τουρκικά
:
işkenceli
(tr)