Ουσιαστικό

επεξεργασία

suspense (en) (μη μετρήσιμο)

  • η εναγώνια αναμονή
    ⮡  after a long period of suspense - ύστερα από μακρά περίοδο εναγώνιας αναμονής



      ενικός         πληθυντικός  
suspense suspenses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

suspense (fr) αρσενικό