Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

suspense (en) (μη μετρήσιμο)

  • η εναγώνια αναμονή
    after a long period of suspense - ύστερα από μακρά περίοδο εναγώνιας αναμονής

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
suspense suspenses

  Ουσιαστικό επεξεργασία

suspense (fr) αρσενικό