Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναμονή οι αναμονές
      γενική της αναμονής των αναμονών
    αιτιατική την αναμονή τις αναμονές
     κλητική αναμονή αναμονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναμονή < μεσαιωνική ελληνική ἀναμονή < ἀναμένω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναμονή θηλυκό

  1. το να περιμένεις να συμβεί κάτι
    η πολύωρη αναμονή στο αεροδρόμιο με κουράζει πολύ περισσότερο από την πτήση
    αίθουσα αναμονής
  2. το να περιμένεις να αδειάσει μια θέση για να την καταλάβεις εσύ
    δε βρήκε εισιτήριο για Λονδίνο, αλλά είναι σε λίστα αναμονής
  3. (σε κτήρια) το τμήμα της κολόνας από οπλισμένο σκυρόδεμα και οι σιδερένιες ράβδοι της που έχουν αφεθεί να εξέχουν στην ταράτσα ενός κτηρίου για την περίπτωση που χρειαστεί να προστεθεί ένας ακόμη όροφος
  4. (πληροφορική) η διακοπή της κανονικής λειτουργίας του υπολογιστή με την αποθήκευση όλων των αρχείων στη μνήμη και τη θέση του σε λειτουργία με ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία